συρραφής

συρραφής
συρραφής
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συρραφῆς — συρραφεύς one who stitches together masc nom pl συρραφεύς one who stitches together masc nom/voc pl συρραφή sewing together fem gen sg (attic epic ionic) συρραφής masc/fem acc pl (attic epic doric) συρραφής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρραφής — ές, Α [συρράπτω] συνερραμμένος …   Dictionary of Greek

  • ξυρραφῆς — συρραφῆς , συρραφεύς one who stitches together masc nom pl συρραφῆς , συρραφεύς one who stitches together masc nom/voc pl συρραφῆς , συρραφή sewing together fem gen sg (attic epic ionic) συρραφῆς , συρραφής masc/fem acc pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομηροκέντρων — ὁμηροκέντρων, ωνος, ὁ, ἡ ὁμηρόκεντρον, τὸ (ΑΜ) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηροκέντρωνες ή τὰ ὁμηρόκεντρα ποιήματα τα οποία ήταν αποτέλεσμα συρραφής διαφόρων στίχων ή τμημάτων τών ομηρικών επών, συντεθειμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ενιαίο… …   Dictionary of Greek

  • σταφυλορραφία — η, Ν ιατρ. εγχείρηση συρραφής τής σταφυλής που έχει σχιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. staphylorraphie (< σταφυλή + ρραφία < ρραφος < ραφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… …   Dictionary of Greek

  • Κρο-Μανιόν, άνθρωπος του- — (Cro Magnon). Πληθυσμός του Homo sapiens (έμφρονος ανθρώπου), ο οποίος χρονολογείται κατά την ανώτερη παλαιολιθική περίοδο (πριν από 35.000 10.000 χρόνια). Ίχνη του βρέθηκαν σε ένα βραχώδες σημείο της τοποθεσίας Κρο Μανιόν της Δορδόνης (Ντορντόν) …   Dictionary of Greek

  • συρραφέας — συρραφέᾱς , συρραφεύς one who stitches together masc acc pl συρραφής masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”